Ρώσ(σ)ος

Ρώσ(σ)ος
ο , Ρώσ(σ)α и Ρώσ(σ)ίδα [-ίς (ίδος)] η русский, -ая;
Ρώσσος επιστήμονας русский учёный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Ρώσ(σ)ος" в других словарях:

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Βίλνιους — (ρωσ. Vilna, πολων. Wilnο). Πόλη (553.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βίλιγια. Ιδρύθηκε τον 10o αι. σε μια περιοχή κατοικημένη από Λευκορώσους και το 1323 έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειας Οσέτια-Αλάνια, Δημοκρατία — (ρωσ. Severnaya Osetyia Alaniya). Αυτόνομη δημοκρατία (8.000 τ. χλμ., 673.800 κάτ. το 2000) της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην Ομόσπονδη Περιφέρεια του Νότου, με πρωτεύουσα το Βλαδικαφκάζ (πρώην Ορτζχονίκτζε, 323.300 κάτ. το 2000). Η δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Δνείπερος — (ρωσ. Dnepr, ουκραν. Dnipro). Ποταμός (2.201 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης, ο τέταρτος σε μήκος στην Ευρώπη μετά τον Βόλγα, τον Δούναβη και τον Ουράλη και ο τρίτος από πλευράς λεκάνης απορροής (504.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της …   Dictionary of Greek

  • Δνείστερος — (ρωσ. Dnestr, ουκραν. Dnister). Ποταμός (μήκος 1.352 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης. Οι αρχαίοι Έλληνες τον ονόμαζαν Τύρα και μεταγενέστερα Δάναστρι. Αποτελεί μέρος της συνοριακής γραμμής μεταξύ της Ουκρανίας και της Μολδαβίας. Πηγάζει από τις… …   Dictionary of Greek

  • Κασπία θάλασσα — (ρωσ. Κασπίσκογιε Μόρε, περσ. Νταριάι ε Μαζανταράν). Λιμναία λεκάνη (373.000 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας· πρόκειται για τη μεγαλύτερη εσωτερική θάλασσα του κόσμου. Περιβάλλεται ΒΑ από το Καζακστάν, ΝΑ από το Τουρκμενιστάν, Ν από το Ιράν, ΝΔ… …   Dictionary of Greek

  • Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κινογκλάτς — (ρωσ. kino glatz). Ομάδα Ρώσων κινηματογραφιστών την οποία ίδρυσε ο Τζίγκα Βέρτοφ το 1922. Πήρε την ονομασία της από τις ρωσικές λέξεις που σημαίνουν κινηματογράφος μάτι, καθώς υποστήριζε ότι το φιλμ πρέπει να έχει μια στενή επαφή με την… …   Dictionary of Greek

  • Κιρκάσιοι — (ρωσ. Cherkesy). Λαός του Καυκάσου. Ονομάζονται επίσης ΤσερκέζοιΑδιγέοι (Αδιγκαίοι). Πρωτοεμφανίστηκαν στο Κουμπάν τον 8o αι. μ.Χ. Ασπάστηκαν τον ισλαμισμό και, όταν ολοκληρώθηκε η εγκατάστασή τους, χωρίστηκαν σε διάφορες ομάδες, οι κύριες από… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»